Μουσική: Μάριος Τόκας
Στίχοι: Φώντας Λάδης
Ερμηνεία: Τάνια Τσανακλίδου
Στα στενά της Αιτής
ένας γεροπειρατής
όλο ψάχνει με το κιάλι
που ‘ναι οι πειρατές οι άλλοι.
Στίχοι: Φώντας Λάδης
Ερμηνεία: Τάνια Τσανακλίδου
Στα στενά της Αιτής
ένας γεροπειρατής
όλο ψάχνει με το κιάλι
που ‘ναι οι πειρατές οι άλλοι.
Γιοχοχο, γιοχοχό, κούτσα κούτσα το στενό
Γιοχοχο, γιοχοχό, δεκανίκια έχω εγώ.
Γιοχοχο, γιοχοχό, ρούμι φέρτε μου ζεστό
Γιοχοχο, γιοχοχό, ιστορίες να σας πω.
Γιοχοχο, γιοχοχό, δεκανίκια έχω εγώ.
Γιοχοχο, γιοχοχό, ρούμι φέρτε μου ζεστό
Γιοχοχο, γιοχοχό, ιστορίες να σας πω.
Σκουλαρίκι στο ‘να αυτί
Αχ, καημένε πειρατή
που διαγούμιζες τις χώρες
ήρθαν οι στερνές σου ώρες.
Αχ, καημένε πειρατή
που διαγούμιζες τις χώρες
ήρθαν οι στερνές σου ώρες.
Γιοχοχο, γιοχοχό, κούτσα κούτσα το στενό
Γιοχοχο, γιοχοχό, δεκανίκια έχω εγώ.
Γιοχοχο, γιοχοχό, δεκανίκια έχω εγώ.
Μια νότα μου χτυπά το τζάμι" - Η πόλη που γελούσε
Μουσική: Τατιάνα Ζωγράφου
Στίχοι: Ελισάβετ Τάρη
Ερμηνεία: Ελεωνόρα Ζουγανέλη
video editing: Γιώργος Παυλίδης
Στίχοι:
Δεν είναι μια πόλη σαν τις άλλες,
σαν τις μικρές ή τις μεγάλες,
δεν είναι μια πόλη συνηθισμένη,
σ’αυτήν την πόλη κάτι συμβαίνει!
Το μυστικό όλοι το ξέρουν,
γι’αυτό ποτέ τους δεν υποφέρουν,
το γέλιο, το γέλιο στ’αλήθεια φέρνει
και τις καρδούλες μας τις ανασταίνει.
Μη με ρωτάτε που είναι στο χάρτη,
κι αν τούτη η πόλη στ’αλήθεια υπάρχει
ψάξτε βαθιά μέσα στην καρδιά σας
κι ίσως τη βρείτε μέσα στα όνειρά σας…
Σ’αυτήν την πόλη δεν έχουν νόμους
ούτε χρειάζονται τους αστυνόμους.
Κανείς δεν έχει εξουσία
εδώ, το γέλιο είναι η ουσία.
Γελάνε όλοι τους στην πλατεία,
στις γειτονιές, στα καφενεία.
Γέλιο χωρίς σταματημό!
Μέσα στα σπίτια ή στο σχολείο.
Μη με ρωτάτε που είναι στο χάρτη…
Σ’αυτήν την πόλη δεν αρρωσταίνουν
και φάρμακα ποτέ δε παίρνουν.
Ούτε μαλώνουν, ούτε θυμώνουν
και με το γέλιο πάντα φιλιώνουν.
Παίζουν, χορεύουν και τραγουδάνε,
όλοι μα όλοι τους καλοπερνάνε!
Κανείς δε ξέρει τι θα πει δάκρυ,
πόνος και πίκρα πάνε στην άκρη.
Μη με ρωτάτε που είναι στο χάρτη…
Στην πόλη αυτή νύχτα και μέρα,
το γέλιο δεν είναι σαν καλημέρα.
Μια είν’ εδώ η συνταγή:
Να ‘ναι χαρούμενοι, πλούσιοι, φτωχοί!
Λαυρέντης Μαχαιρίτσας / Τατιάνα Ζωγράφου - Μια Νότα Μού Χτυπά Το Τζάμι
Μια νότα μου χτυπά το τζάμι,
ν’ ανοίξω με παρακαλεί
και δυο- τρεις έρχονται πιο πίσω
και μου ζητάνε να φτιάξω μουσική.
Δυο νότες σιγοψιθυρίζουν
πώς να ξυπνήσουν μια χορδή,
θέλουν να τρέξουν, να βουτήξουν
μες στο ρυθμό, τη μουσική.
Όταν δε φτιάχνω τραγουδάκια
δεν μου περνάει ο καιρός,
σα να με ζωνουν μυρμιγκάκια
και γίνομαι κουραστικος.
Θέλω παιδί πάντα να μείνω,
να ζω σε κόσμο μαγικό,
με λίγο μπάσο, λίγο πρίμο,
να φτιάχνω μουσικό σκοπό.
Τρεις νότες τώρα μαζευτήκαν
και με τραβάν όλες μαζί
κι εγώ αρχίζω όλο φόρα
να φτιάχνω πάλι μουσική.
Δυο τσέλα κι ένα μαντολίνο
κλείνουν το μάτι συνεχώς,
θέλουνε, λέει, να `χουν σόλο
κι όχι ορχήστρα να `ναι απλώς.
'Οταν δε φτιάχνω τραγουδάκια
δεν μου περνάει ο καιρός,
σα να με ζωνουν μυρμιγκάκια
και γίνομαι κουραστικός.
ν’ ανοίξω με παρακαλεί
και δυο- τρεις έρχονται πιο πίσω
και μου ζητάνε να φτιάξω μουσική.
Δυο νότες σιγοψιθυρίζουν
πώς να ξυπνήσουν μια χορδή,
θέλουν να τρέξουν, να βουτήξουν
μες στο ρυθμό, τη μουσική.
Όταν δε φτιάχνω τραγουδάκια
δεν μου περνάει ο καιρός,
σα να με ζωνουν μυρμιγκάκια
και γίνομαι κουραστικος.
Θέλω παιδί πάντα να μείνω,
να ζω σε κόσμο μαγικό,
με λίγο μπάσο, λίγο πρίμο,
να φτιάχνω μουσικό σκοπό.
Τρεις νότες τώρα μαζευτήκαν
και με τραβάν όλες μαζί
κι εγώ αρχίζω όλο φόρα
να φτιάχνω πάλι μουσική.
Δυο τσέλα κι ένα μαντολίνο
κλείνουν το μάτι συνεχώς,
θέλουνε, λέει, να `χουν σόλο
κι όχι ορχήστρα να `ναι απλώς.
'Οταν δε φτιάχνω τραγουδάκια
δεν μου περνάει ο καιρός,
σα να με ζωνουν μυρμιγκάκια
και γίνομαι κουραστικός.
Ο ασπροδόντης καρχαρίας - Έλλη Πασπαλά
είναι ένας ασπροδόντης καρχαρίας
που τα κύματα της θάλασσας διασχίζει
και ανέμελα ξαπλώνει και σφυρίζει
Το ζωάκι της μικρούλας της Μαρίας
είναι ένας παιχνιδιάρης καρχαρίας
με ναυάγια στο βυθό διασκεδάζει
και για πλάκα τα υποβρύχια τρομάζει
Η Μαρία το αγαπάει και το φροντίζει
και το δέρμα του με λάδι το γυαλίζει
το μαθαίνει τα σαγόνια του να κλείνει
και τα δόντια του να πλένει με χλωρίνη
Το ζωάκι της μικρούλας της Μαρίας
είναι ένας γλυκατζούρης καρχαρίας
τα παγόβουνα στην πλάτη κουβαλάει
και τα ψάρια με γρανίτες τα κερνάει
Το ζωάκι της μικρούλας της Μαρίας
είναι ένας χορτοφάγος καρχαρίας
τρώει μονάχα σπανακόπιτες με φύκια
και καρπούζια που πετάνε απ'τα καϊκια
Κάθε τόσο το απόγευμα η Μαρία
ανταμώνει το μικρό της καρχαρία
το λουράκι στο πτερύγιο του περνάει
και για βόλτα στον ωκεανό τον πάει
Να..α..α..α...
Το ζωάκι της μικρούλας της Μαρίας
είναι ένας λατρεμένος καρχαρίας
κι η Μαρία είναι ένα φαλαινάκι
τ’ αγκαλιάζει και του δίνει ένα φιλάκι
Ο Αγαπημένος Ήρωας Μου
εκείνος θα 'ρθει να με σώσει
κι αν μες τη ζούγκλα θα 'χω χαθεί
εκείνος ξέρει πως να με βρει.
Ειν' ο μπαμπάς μου, ειν' ο μπαμπάς μου
ο αγαπημένος ήρωάς μου.
Ποιος Σούπερμαν, Ζορό, Μπρους Λι
τους βάζει κάτω όλους μαζί!
Αν έρθει δράκος θα τον σκοτώσει,
τους εφιάλτες μακριά θα διώξει
και θα με κλείσει, αχ, τι χαρά!
μες στη ζεστή του την αγκαλιά.
Κι αν γίνει κάτι και κατσουφιάσω
ξέρει τον τρόπο να το ξεχάσω
και θα με πάει εκδρομή
από την Κίνα ως τη Χιλή.
Λύκε, Λύκε
Είχα ωραία διάθεση και πείναγα αρκετά
και είπα ας πάω τη βόλτα μου και τρώω πιο μετά.
Περιπάτησα λίγα λεπτά κι σ’ ένα πάρκο πήγα
Και τρία ξένοιαστα παιδιά εκεί να παίζουν είδα.
Σ’ ένα παγκάκι κάθισα και λέει το πιο μικρό
χρειάζεται και τέταρτος για το παιχνίδι αυτό.
Το λύκε, λύκε είσαι εδώ σχεδίαζα να παίξουν
μα δεν υπήρχαν άλλοι τον τέταρτο να διαλέξουν.
Τότε αυθόρμητα εγώ τους είπα βρε παιδιά
μαζί σας αν με θέλετε θα παίξω με χαρά.
Και φυσικά συμφώνησαν, μοιράστηκαν οι ρόλοι
κι εγώ ο λύκος έγινα που τον φοβούνται όλοι.
Λύκε, λύκε είσαι εδώ;
Εδώ είμαι.
Και τι κάνεις;
Βγάζω τη γενειάδα μου.
Γιατί, γιατί, γιατί;
Γιατί έχω στην κοιλιά μου φαγούρα τρομερή.
Λύκε, λύκε είσαι εδώ;
Εδώ είμαι.
Και τι κάνεις;
Βγάζω το καπέλο μου.
Γιατί, γιατί, γιατί;
Για ν’ ακούω καλύτερα μες τη βαβούρα αυτή.
Λύκε, λύκε είσαι εδώ;
Εδώ είμαι.
Και τι κάνεις;
Βγάζω τα γυαλιά μου.
Γιατί, γιατί, γιατί;
Βλέπω έτσι καλύτερα την όμορφη αυγή.
Λύκε, λύκε είσαι εδώ;
Εδώ είμαι.
Και τι κάνεις;
Τη στοματάρα μου άνοιξα και σας κυνηγώ.
Σε τρία δευτερόλεπτα καλά μου φιλαράκια
με τρεις κινήσεις σίγουρες σας κάνω κομματάκια.
Δεν ξέχασα, μα φυσικά πως είμαι ναι στ’ αλήθεια
ο λύκος ο πολύ γνωστός από τα παραμύθια.
Κι αφού σας φάω φεύγω ταξίδι μακρινό
με γρήγορο αυτοκίνητο το ωραίο μου Ντεσεβό.
Πετάγομαι όπως σκέφτηκα καλύτερα το θέμα
δεν ήθελα όλο μόνος μου στον κόσμο να γυρνώ.
Και τότε ξάφνου ηρέμησα, ένιωσα μια χαρά,
ελάτε, ανεβείτε, φεύγουμε για μακριά.
Στο Ντεσεβό ανέβηκαν τα τρία τα παιδάκια
και πήγαμε χαρούμενοι σ’ άλλα παραμυθάκια.
Κι ούτε πια πείνα είχα κι έτρωγα σταφυλάκια
μαζί με τα καινούρια μου ωραία φιλαράκια.
Στο Ντεσεβό ανέβηκαν τα τρία τα παιδάκια
και πήγαμε χαρούμενοι σ’ άλλα παραμυθάκια.
και είπα ας πάω τη βόλτα μου και τρώω πιο μετά.
Περιπάτησα λίγα λεπτά κι σ’ ένα πάρκο πήγα
Και τρία ξένοιαστα παιδιά εκεί να παίζουν είδα.
Σ’ ένα παγκάκι κάθισα και λέει το πιο μικρό
χρειάζεται και τέταρτος για το παιχνίδι αυτό.
Το λύκε, λύκε είσαι εδώ σχεδίαζα να παίξουν
μα δεν υπήρχαν άλλοι τον τέταρτο να διαλέξουν.
Τότε αυθόρμητα εγώ τους είπα βρε παιδιά
μαζί σας αν με θέλετε θα παίξω με χαρά.
Και φυσικά συμφώνησαν, μοιράστηκαν οι ρόλοι
κι εγώ ο λύκος έγινα που τον φοβούνται όλοι.
Λύκε, λύκε είσαι εδώ;
Εδώ είμαι.
Και τι κάνεις;
Βγάζω τη γενειάδα μου.
Γιατί, γιατί, γιατί;
Γιατί έχω στην κοιλιά μου φαγούρα τρομερή.
Λύκε, λύκε είσαι εδώ;
Εδώ είμαι.
Και τι κάνεις;
Βγάζω το καπέλο μου.
Γιατί, γιατί, γιατί;
Για ν’ ακούω καλύτερα μες τη βαβούρα αυτή.
Λύκε, λύκε είσαι εδώ;
Εδώ είμαι.
Και τι κάνεις;
Βγάζω τα γυαλιά μου.
Γιατί, γιατί, γιατί;
Βλέπω έτσι καλύτερα την όμορφη αυγή.
Λύκε, λύκε είσαι εδώ;
Εδώ είμαι.
Και τι κάνεις;
Τη στοματάρα μου άνοιξα και σας κυνηγώ.
Σε τρία δευτερόλεπτα καλά μου φιλαράκια
με τρεις κινήσεις σίγουρες σας κάνω κομματάκια.
Δεν ξέχασα, μα φυσικά πως είμαι ναι στ’ αλήθεια
ο λύκος ο πολύ γνωστός από τα παραμύθια.
Κι αφού σας φάω φεύγω ταξίδι μακρινό
με γρήγορο αυτοκίνητο το ωραίο μου Ντεσεβό.
Πετάγομαι όπως σκέφτηκα καλύτερα το θέμα
δεν ήθελα όλο μόνος μου στον κόσμο να γυρνώ.
Και τότε ξάφνου ηρέμησα, ένιωσα μια χαρά,
ελάτε, ανεβείτε, φεύγουμε για μακριά.
Στο Ντεσεβό ανέβηκαν τα τρία τα παιδάκια
και πήγαμε χαρούμενοι σ’ άλλα παραμυθάκια.
Κι ούτε πια πείνα είχα κι έτρωγα σταφυλάκια
μαζί με τα καινούρια μου ωραία φιλαράκια.
Στο Ντεσεβό ανέβηκαν τα τρία τα παιδάκια
και πήγαμε χαρούμενοι σ’ άλλα παραμυθάκια.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου