Το παραμύθι:
Τα πολύ παλιά τα χρόνια τα ζώα συνήθιζαν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς να μαζεύονται όλα μαζί, να διηγούνται τα κατορθώματα τους για την χρονιά που πέρασε και έτσι να αποφασίζουν τον ήρωα της χρονιάς! Δεν υπήρχε σειρά, απλά έπαιρνε ο καθένας τον λόγο και μιλούσε για το πιο σπουδαίο πράγμα που είχε κάνει την συγκεκριμένη χρονιά. Έπρεπε όλοι να μιλήσουν και μόνο τότε να μπορέσουνε όλοι μαζί να αποφασίσουν.
Την χρονιά εκείνη λοιπόν πρώτος μίλησε ο ελέφαντας, που ήταν πιο μεγαλόσωμος απ’ όλους. Άρχισε να μιλά γεμάτος καμάρι γιατί αυτή την χρονιά είχε ταξιδέψει σε χώρες μακρινές, φορώντας μεταξωτά υφάσματα στην πλάτη του και στολίδια στο λαιμό και στα πόδια του, μα το πιο σημαντικό ήταν πως κουβαλούσε στην πλάτη του τον αυτοκράτορα!
Έπειτα πήρε το λόγο το λιοντάρι μιλώντας για τον ηρωισμό του και την δύναμη του. Πως προστάτεψε τα μικρά του από κάθε κίνδυνο, πως έτρεξε χιλιόμετρα πολλά κυνηγώντας άλλα ζώα εξασφαλίζοντας έτσι τροφή για την οικογένεια του.
Ο σκύλος είπε πόσο χρήσιμος ήταν στους ανθρώπους γιατί ήταν πιστός φύλακας και προστάτευε τα πρόβατα και τα σπίτια τους.
Και η αλεπού με την σειρά της καυχήθηκε για το πώς ξεγελούσε τους χωρικούς, και τους σκύλους, και τρύπωνε στα κοτέτσια τους αρπάζοντας κότες. Κι έτσι ήταν χορτάτη όλο το χρόνο και αυτή και το σόι της.
Νιαούρισε τότε η γάτα και πήρε τον λόγο λέγοντας πως ήταν ζεστή συντροφιά για τους ανθρώπους και συγχρόνως πως κατάφερε να καθαρίσει τα σπίτια τους απ΄ τα ποντίκια.
Ο λαγός ήταν ο επόμενος και είπε για την γρηγοράδα του και για το ότι είχε κάνει εκείνη την χρονιά δυό ντουζίνες κουνελάκια. Μετά μίλησε το μυρμήγκι για την ικανότητα του να κουβαλάει σπόρους μέχρι και τρείς φορές μεγαλύτερους από το μέγεθός του. Και η μέλισσα περηφανεύτηκε για το χρυσό μέλι που κάνει και τρελαίνονται οι άνθρωποι με την γεύση του.
Μίλησαν και τα πουλιά για το πώς καθάριζαν τα σπαρτά από τα ζωύφια αλλά και πως διασκέδαζαν τους αγρότες με τα κελαϊδίσματα τους. Και τα ψάρια πήραν τον λόγο και είπαν πως έδωσαν τόνους τροφή στους ανθρώπους.
Μετά σηκώθηκε ο γάιδαρος και τους είπε που κουβάλησε στην πλάτη του πολλές οκάδες ξύλα κι αυτό σε δύσκολα μονοπάτια μέσα στα βουνά και οι καμήλες τότε μίλησαν και είπαν πως αυτές μετέφεραν βαριά φορτία μέσα στην έρημο για μέρες πολλές, χωρίς νερό και φαγητό.
Μίλησαν και οι κότες, τα άλογα, τα φίδια, οι πεταλούδες και τα γουρούνια…
Με την κουβέντα λοιπόν πήρε να ξημερώνει η πρώτη μέρα του νέου χρόνου κι ένα γέρικο βόδι, που καθόταν ζαρωμένο σε μια γωνιά, δεν είχε μιλήσει ακόμη. Είχε κατεβασμένο το κεφάλι του και τα μάτια του καρφωμένα στο χώμα σαν να ντρεπόταν και να ήθελε να κρυφτεί. Η πονηρή αλεπού όμως το πρόσεξε και του φώναξε κοροϊδευτικά:
Ε γέρο δεν μιλάς; Δεν θα μας πεις τι σπουδαίο έκανες φέτος;
είπε και γέλασε δυνατά.
Το βόδι ντράπηκε και μαζεύτηκε περισσότερο στην γωνιά του. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που έκανε κι αυτό σπουδαία πράγματα. Κάποτε με την δύναμη του έσερνε το άροτρο κι όργωνε τα χωράφια κι έπειτα γυρνούσε με υπομονή την μυλόπετρα στ’ αλώνι για να γίνει το σιτάρι αλεύρι. Τώρα όμως είχε γεράσει και δεν είχε δύναμη, περνούσε όλη την μέρα του μέσα στον στάβλο χωρίς να κάνει κάτι σπουδαίο. Εκείνη την στιγμή τις σκέψεις του διέκοψε ο κόκκορας που πήδηξε στην πλάτη του και του φώναξε:
Κι κι ρι κου! Πες μας λοιπόν, έκανες τίποτα άξιο λόγου ετούτη την χρονιά ή μόνο τεμπέλιαζες;
Τότε το βόδι σήκωσε τα μεγάλα του μάτια κοίταξε τα ζώα γύρω του και με ταπεινή φωνή τους είπε:
Πριν από πέντε βράδια, που είχε τσουχτερό κρύο, μπήκανε στο στάβλο ένας άντρας και μία γυναίκα. Η γυναίκα ύστερα από λίγο γέννησε ένα μωρό. Προσπαθούσε να το ζεστάνει αλλά μάταια, η νύχτα ήταν παγωμένη. Τότε πλησίασα το μωρό και με την ανάσα μου το κράτησα ζεστό όλη νύχτα. Το πρωί οι άνθρωποι με το μωρό έφυγαν. Δεν ξέρω αν είναι σπουδαίο αλλά εγώ αυτό έχω να σας διηγηθώ για φέτος.
…είπε το βόδι και γύρισε στην γωνιά του. Κανείς δεν μίλησε. Είχαν πέσει όλοι σε βαθιά σκέψη. Τότε μόνο η κουκουβάγια που ‘ναι απ’ όλα τα ζώα η πιο σοφή, φώναξε δυνατά:
Ζήτω το βόδι!!! Ζήτω!!!Ζήτω το βόδι!!!
…φώναξαν και τα υπόλοιπά ζώα. Την χρονιά εκείνη το βόδι έγινε ο ήρωας των ζώων και χαιρότανε πολύ γι αυτό, γιατί ακόμη και στο τέλος της ζωής του φάνηκε χρήσιμο στους ανθρώπους.
το παραμύθι το βρήκα εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου